- ηλιογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλιογραφία ή στον ηλιογράφο.επίρρ...ηλιογραφικώςμε τρόπο ηλιογραφικό, με ηλιογραφία ή κατά την ηλιογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.